- ἐπεμβαίνω
- ἐπεμβαίνω1 mount
οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.29
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.29
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐπεμβαίνω — step pres subj act 1st sg ἐπεμβαίνω step pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεμβαίνω — επεμβαίνω, (επέμβηκα) βλ. πίν. 145 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… … Dictionary of Greek
επεμβαίνω — επενέβηκα, αμτβ. 1. μπαίνω στη μέση, παρεμβαίνω, μεσολαβώ. 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις: Να μην επεμβαίνεις στα οικογενειακά του γείτονα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπεμβαίνετε — ἐπεμβαίνω step pres imperat act 2nd pl ἐπεμβαίνω step pres ind act 2nd pl ἐπεμβαίνω step imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαίνῃ — ἐπεμβαίνω step pres subj mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαινόντων — ἐπεμβαίνω step pres part act masc/neut gen pl ἐπεμβαίνω step pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαῖνον — ἐπεμβαίνω step pres part act masc voc sg ἐπεμβαίνω step pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαίνει — ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg ἐπεμβαίνω step pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαίνομεν — ἐπεμβαίνω step pres ind act 1st pl ἐπεμβαίνω step imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμβαίνοντα — ἐπεμβαίνω step pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπεμβαίνω step pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)